- φεγγοβολώ
- φεγγοβόλησα, αμτβ., εκπέμπω ζωηρό φως, φέγγω πολύ, φωτοβολώ, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεγγοβολώ — φεγγοβολῶ, έω, ΝΜΑ, και φεγγοβολώ, άω, Ν [φεγγοβόλος] εκπέμπω φως, λάμπω, ακτινοβολώ («φεγγοβολώντας / η αναλαμπή τού φεγγαριού κοντά της», Σολωμ.) … Dictionary of Greek
φεγγοβολώ — φεγγοβολώ, φεγγοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. φεγγοβολάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φεγγοβολάω — / φεγγοβολώ (παρατατ. συνήθως ούσα), φεγγοβόλησα βλ. πίν. 58 και πρβλ. φεγγοβολώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αίθυγμα — αἴθυγμα, το (Α) [αἰθύσσω] σπίθα, λάμψη, λαμπρότητα, φεγγοβολώ (και μτφ.) … Dictionary of Greek
ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… … Dictionary of Greek
αναποδοβολώ — ( άω και έω) στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + βολώ < βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ανταυγώ — ἀνταυγῶ ( έω) (Α) ανακλώ φως, φεγγοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + αυγώ (< αυγή) «εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ»] … Dictionary of Greek
ασπροβολώ — ( άω) λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + βολώ < βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γεννοβολώ — ( άω) γεννώ συχνά, κάνω πολλά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεννώ + βολώ < βόλος, βολή < βάλλω (πρβλ. αστροβολώ, φεγγοβολώ] … Dictionary of Greek
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek